Οι αγγειοπλάστες στην Κρήτη διακρίνονται σε δύο γενικές κατηγορίες: τους αγγειοπλάστες των αστικών κέντρων και εκείνους της υπαίθρου. Οι «αστοί» έχουν τα εργαστήριά τους στην περιφέρεια της πόλης και παράγουν είδη «πολυτελείας», κατά κανόνα υαλωμένα, σε μορφές και διάκοσμο που ακολουθούν τη μόδα της εποχής. Συνήθως οι τεχνίτες αυτοί δεν κατάγονται από την Κρήτη, αλλά από άλλες ελληνικές περιοχές με κεραμική παράδοση έντεχνων προϊόντων, πως η Ρόδος ή η Σίφνος.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι Σίφνιοι ξάδελφοι: O Xρυσόγελος που εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο και ο Ψαράφτης στα Xανιά λίγο πριν τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και οι δύο δουλεύουν τα σιφνέικα πρότυπα που και αυτά είναι αντίγραφα των μορφών της νότιας Γαλλίας και της Ιταλίας των αρχών του αιώνα μας. Οι αγγειοπλάστες της υπαίθρου είναι όλοι Κρητικοί και δημιουργούν καθαρά κρητικά πρότυπα, πολλά απ’ τα οποία έχουν παράδοση χιλιετιών.
To ταραγμένο για την Ελλάδα πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα δεν θα επιτρέψει την ανάπτυξη της μεγαλονήσου.
Στην σχετική έκθεση του για το ολοκαύτωμα στο Γερακάρι, στις 22 Αυγούστου 1944, ως μέλος της Κ.Ε.Δ.Ω.Κ. μεταξύ άλλων ο Νίκος Καζαντζάκης αναφέρει πως, εισβάλλοντας οι Γερμανοί στο Γερακάρι με «άνεση θερινού περιπάτου » αφού το περικύκλωσαν σε ένα θανάσιμο κλοιό, συγκέντρωσαν τους άρρενες κατοίκους στο σπίτι του Νικολάου Τζωρτζάκη και τα γυναικόπαιδα στην πλατεία του χωριού… Μετά την απομάκρυνση του αμάχου πληθυσμού, γύρω στις 12.00΄ το μεσημέρι άρχισε η εκτέλεση των 36. Όταν τελείωσε η εκτέλεση των 18 ζευγών, οι Γερμανοί καταπατώντας κάθε ίχνος σεβασμού στους νεκρούς και αδιαφορώντας για το δίκαιο του πολέμου, έριξαν βενζίνη και έκαψαν το κτίσμα… Στη συνέχεια ανατίναξαν το σπίτι που αποτέλεσε τον τόπο εκτέλεσης και μαρτυρίου των άτυχων Γερακαριανών. Ακολούθησε γενική λεηλασία του χωριού. Για 8 ολόκληρες ημέρες 13 οχήματα των Γερμανών μετέφεραν τη λεία: τιμαλφή, ενδύματα, κλινοσκεπάσματα, κεραμίδια, ζώα κ.α. Μετά το πέρας της ελεεινής λεηλασίας και του ξεδιάντροπου πλιάτσικου από τους υπάνθρωπους του Hitller, κάθε σπίτι καιγόταν και καταστρεφόταν με δυναμίτη.
Σε μια άλλη μαρτυρία ο κ. Καλογεράκης επισημαίνει: «Ο ταξίαρχος του Μηχανικού Κωνσταντίνος Φιοράκης, σε μια επιστολή του στην οποία περιγράφει την εκπαίδευση του παπά-Γιάννη στην αγγλική αεροπορία, αναφέρει τα εξής: “Ο παπάς Σκουλάς, μέλος της Αντίστασης, ήλθε εις την Αίγυπτο, για να πολεμήσει τους εχθρούς. Κατετάγη εις τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά, αντί να προτιμήσει τον ιερατικό κλάδο, ζήτησε να πάει στις Καταδρομές, και μάλιστα στους αλεξιπτωτιστές, όπου και συνάντησε τον συνταγματάρχη τότε ταγματάρχη Πολυζόπουλο.
Ο Πολυζόπουλος, πολύ πιο νέος, έμεινε κατάπληκτος που επρόκειτο να εκπαιδευτεί με έναν παπά. Εκεί οι δύο μελλοντικοί καταδρομείς συνδέθηκαν με μεγάλη φιλία. Σε όλη την εκπαίδευση , ο παπάς Σκουλάς, με τον σύντροφό του Πολυζόπουλο, πήρε άριστα. Μετά την εκπαίδευσή του στη Μέση Ανατολή, ο παπά-Γιάννης Σκουλάς ανήκε στη δύναμη Force 133 και γύρισε πίσω, στην Κρήτη, το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1943».
Με την επιστροφή του στην Κρήτη, όπως αναφέρει ο κ. Καλογεράκης, του ζητήθηκε να βάλει ξανά τα ράσα και να τελέσει τη λειτουργία, αλλά εκείνος αρνήθηκε, γιατί, όπως έλεγε, είχε σκοτώσει ανθρώπους και δεν μπορούσε πάλι να τελέσει τη θεία λειτουργία.
Ο κ. Γιώργος Καλογεράκης περιέγραψε μια συγκλονιστική σκηνή, που δείχνει το μέγεθος της ελληνικής κρητικής ψυχής, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ενός Άγγλου αξιωματικού, ο οποίος επέστρεψε μαζί με τον παπά-Γιάννη στα ισοπεδωμένα από τους Γερμανούς Ανώγεια της Κρήτης.
Στο βιβλίο του ο λοχαγός Σάντι Ρέντελ ή Αλέξης αναφέρει: «Τη δεύτερη ημέρα ήρθε μαζί μας ο παλιός μου φίλος από τις ημέρες της εκπαίδευσης στα αλεξίπτωτα, ο ρασοφόρος καλόγερος (Friar Tuck), ο ιπτάμενος παπάς… Όταν 10 ημέρες μετά την αποχώρησή τους ο ρασοφόρος καλόγερος με οδήγησε με ήρεμη υπερηφάνεια ανάμεσα στα χαλάσματα, ούτε ένα σπίτι δεν ήταν όρθιο.
Οι Γερμανοί είχαν αφήσει τις τρεις εκκλησίες, αλλά ο δρόμος μας ήταν μπλοκαρισμένος σε κάθε βήμα μας από σωρούς από πέτρες και σπασμένα κεραμίδια ή κομμάτια από πιθάρια… Από την εκκλησία ο ρασοφόρος καλόγερος με πήγε σε έναν σωρό από χαλίκια, τριγυρισμένο από κατάλοιπα από σπασμένες πέτρες, απομεινάρια από ό,τι αποτελούσαν πριν τέσσερις τοίχους, και τότε, στήνοντας στη μέση του τα κατάλοιπα μιας ξύλινης καρέκλας, μ' έβαλε να καθίσω και, ανασύροντας μια μικρή μποτίλια ρακή και μια ξύλινη κούπα σαν μεγάλη δαχτυλήθρα από την τσέπη του, είπε με πλήρη συναίσθηση της δραματικής στιγμής αλλά όχι χωρίς αξιοπρέπεια, μ' έναν τόνο που ήταν ταυτόχρονα σοβαρός και κεφάτος: «Λοιπόν, κύριε Αλέξη, πάντα έλεγα ότι κάποια ημέρα θα σε καλωσόριζα στο σπίτι μου. Όπως βλέπεις, δεν έμειναν πολλά, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να σου προσφέρουμε ένα ποτήρι».
Έως το 1965 περίπου η κρητική κεραμική θα παραμείνει αναλλοίωτη, έτσι πως διαμορφώθηκε τον 18ο και 19ο αιώνα. H εισροή φτηνών πλαστικών και μεταλλικών δοχείων θα επιφέρει μια γρήγορη εξαφάνιση της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής. H λειτουργία των καμινιών παύει για πάντα τη δεκαετία του ’80 στο Κεντρί και στα Nοχιά.
Aπ’ το 1975, στις Μαργαρίτες, μερικοί νέοι αγγειοπλάστες αρχίζουν να δημιουργούν καινούργιες μορφές, κυρίως για την τουριστική αγορά. Χρησιμοποιούν την υάλωση και τα χρώματα και εξοπλίζονται με ηλεκτρικούς φούρνους. Θα τους μιμηθούν Ηρακλειώτες και Χανιώτες σε αστικά εργαστήρια και χάρη στη Σχολή Κεραμικής στο Kολυμπάρι, πολλοί νέοι Κρητικοί θα επιδοθούν στην αγγειοπλαστική.